- χάρμης
- ὁ, και χάρμη, ἡ, Αονομασία ενός αντιδότου το οποίο πουλούσε κάποιος Χάρμης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάρμης — χάρμη joy of battle fem gen sg (attic epic ionic) χάρμης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρμου — χάρμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρμ' — χάρμα , χάρμα source of joy neut nom/voc/acc sg χάρμαι , χάρμη joy of battle fem nom/voc pl χάρμᾱͅ , χάρμη joy of battle fem dat sg (doric aeolic) χάρμα , χάρμης masc voc sg χάρμα , χάρμης masc nom sg (epic) χάρμαι , χάρμης masc nom/voc pl χάρμᾱͅ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρμα — source of joy neut nom/voc/acc sg χάρμᾱ , χάρμη joy of battle fem nom/voc/acc dual χάρμᾱ , χάρμη joy of battle fem nom/voc sg (doric aeolic) χάρμᾱ , χάρμης masc nom/voc/acc dual χάρμης masc voc sg χάρμᾱ , χάρμης masc gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυχάρμης — θρασυχάρμης, ὁ (Α) τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χάρμης (< χάρμα < χαίρω), πρβλ. ιππο χάρμης, σιδηρο χάρμης] … Dictionary of Greek
ιππιοχάρμης — ἱππιοχάρμης, ὁ (Α) 1. αυτός που μάχεται πάνω σε άρμα 2. αναβάτης ίππου, ιππέας 3. φρ. ως επίθ. «ἱππιοχάρμης κλόνος» ο θόρυβος τής συμπλοκής τών ιππέων (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χάρμης (< χάρμη «χαρά, ενθουσιασμός» < χαίρω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιπποχάρμης — ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α) ιππιοχάρμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηρο χάρμης, χαλκο χάρμης] … Dictionary of Greek
μενεχάρμης — μενεχάρμης, ὁ (Α) μενεφύλοπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + χάρμης (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. ιππιο χάρμης] … Dictionary of Greek
σιδηροχάρμης — ὁ, Α (για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα 2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα 3. (κατ επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο χάρμης] … Dictionary of Greek
χαλκοχάρμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που μάχεται με χάλκινο οπλισμό («χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες», Πίνδ.) 2. (ως επίθ. τού πολέμου) αυτός κατά τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χάρμης (< χάρμη «ορμή, επιθυμία για μάχη … Dictionary of Greek